ensordecer - ορισμός. Τι είναι το ensordecer
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι ensordecer - ορισμός


ensordecer      
verbo trans.
1) Causar sordera.
2) Aminorar la intensidad de un sonido o ruido.
3) Perturbar grandemente a uno la intensidad de un sonido o ruido. Se utiliza también como pronominal.
4) Fonética. Convertir una consonante sonora en sorda.
verbo intrans.
1) Contraer sordera, quedarse sordo.
2) Callar, no responder.
ensordecer      
ensordecer (de "en-" y "sordecer")
1 tr. Dejar *sordo a alguien. intr. y prnl. Quedarse sordo.
2 tr. Incapacitar a alguien un estruendo para oír, mientras dura y aun después de cesar: "Me ensordecían las tracas". Atronar, *aturdir.
3 tr. y prnl. Fon. Convertir[se] una consonante sonora en sorda.
. Conjug. como "agradecer".
ensordecer      
Sinónimos
verbo
3) callar: callar, enmudecer, hacerse el sordo, hacer oídos de mercader
sustantivo/adjetivo
Palabras Relacionadas
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για ensordecer
1. Durante el tiempo de observación, en muchas oportunidades no respetaron las paradas ni los pasos de cebra; incluso a veces, hicieron caso omiso de semáforos, al margen de ensordecer a la población con bocinazos.
Τι είναι ensordecer - ορισμός